- αλώπηξ
- (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από έναν κύριο αστέρα μεγέθους 4,6 και έναν άλλο μεγέθους 0,6. Στον αστερισμό αυτό είναι δυνατόν να διακρίνει κανείς με τηλεσκόπιο έναν νεφελοειδή σχήματος αλτήρα στη μέση μιας μακροστρόγγυλης νεφέλης. Ο νεφελοειδής αυτός επισημάνθηκε το 1764 από τον Μεσιέ.
* * *ἀλώπηξ (-εκος), η (Α)1. το ζώο αλεπού*2. άνθρωπος πονηρός, πανούργος3. είδος ιπτάμενου σκίουρου4. είδος καρχαρία ή σκυλόψαρου (πρβλ. ἀλωπεκίας)5. η αρρώστια αλωπεκία* (και στον πληθ.) ἀλώπεκες, φαλακρά μέρη τού κεφαλιού6. στον πληθ. οι μυώνες τής οσφυικής χώρας7. κατά τον Ησύχιο και είδος χορού8. φρ. «μῆτιν ἀλώπηξ», είναι αληθινή αλεπού ως προς την πανουργία.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής αρχαίας Ελληνικής που κυρίως χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία ενός ζώου δειλού και περιφρονημένου και μεταφορικά ως χαρακτηρισμός τού πανούργου ανθρώπου. Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με τη λ. ἀλώπηξ απαντούν και σε άλλες γλώσσεςπρβλ. αρμεν. atues (γεν. -esu) «αλεπού», λιθ. lape, λετον. lapsa, αρχ. ινδ. lopāśa «τσακάλι», μεσαιων. περσ. rōpās «αλεπού» πρβλ. επίσης και τους πιο απομακρυσμένους ετυμολογικά τ.: λατιν. volpes «αλεπού», λιθουαν. vilpišys «άγριος γάτος». Οι ποικιλίες που παρατηρούνται ως προς το τερματικό στοιχείο τών παραπάνω τ. οφείλονται είτε σε λεξιλογικές συνδέσεις είτε σε λόγους ευφημισμού.ΠΑΡ. ἀλωπεκία, ἀλωπεκίας, ἀλωπεκίασιςαρχ.ἀλωπέκειος, ἀλωπεκιδεύς, ἀλωπέκιον, ἀλωπεκίς, ἀλωπόςαρχ.-μσν.ἀλωπεκίζω.ΣΥΝΘ. ἀλωπεκοειδής, ἀλωπέκουρος].
Dictionary of Greek. 2013.